Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Από πού βγήκε η φράση "Κατά φωνή και ο γάιδαρος";

"Κατά φωνή και ο γάιδαρος"

Στην αρχαιότητα , όταν ένας γάιδαρος φώναζε πριν αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους προειδοποιούσαν για τη νίκη. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε ν’ αναβάλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδο του. – Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Και διέταξε ν’ αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.

Πηγή 

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Ο Παπουτσωμένος Γάτος. Παραμύθι του Σαρλ Περώ.

Ένας μυλωνάς είχε τρεις γιους, τον μύλο του, έναν γάιδαρο και έναν γάτο. Οι γιοι του έπρεπε να αλέθουν, ο γάιδαρος να φέρνει το σιτάρι στον μύλο και να μεταφέρει το αλεύρι και o γάτος που έπρεπε να κυνηγάει τα ποντίκια. Όταν πέθανε ο μυλωνάς οι τρεις γιοι χώρισαν την περιουσία. Ο μεγαλύτερος γιος πήρε τον μύλο, ο δεύτερος τον γάιδαρο και ο τρίτος, για τον οποίο δεν είχε μείνει τίποτε άλλο, πήρε τον γάτο. Τότε ο τρίτος γιος ήταν πολύ στεναχωρημένος και έλεγε στον εαυτό του:«Τελικά εγώ είχα τον χειρότερο κλήρο, ο μεγαλύτερος αδερφός μου πήρε τον μύλο και μπορεί να αλέθει, ο δεύτερος πήρε τον γάιδαρο και μπορεί να τον καβαλάει, ενώ εγώ που πήρα τον γάτο τι μπορώ να τον κάνω; Αν τον δώσω για να μου κάνουν ένα ζευγάρι γάντια από το τομάρι του, αυτό θα ήταν όλη μου η κληρονομιά».
kot3

«Άκουσε με» απάντησε τότε ο γάτος, ο οποίος είχε καταλάβει ότι είπε ο τρίτος γιος «δεν χρειάζεται να με σκοτώσεις για να φτιάξεις ένα ζευγάρι μίζερα γάντια από το τομάρι μου. Κανόνισε μόνο να μου φτιάξουν ένα ζευγάρι μπότες, ώστε να μπορώ να συναναστρέφομαι με κόσμο και θα σε βοηθήσω σύντομα».
Ο γιος του μυλωνά έμεινε έκπληκτος που ο γάτος του μίλησε και καθώς είδε έναν παπουτσή να περνάει τυχαία από το σπίτι, τον φώναξε να μπει και του ζήτησε να πάρει μέτρα για να φτιάξει μπότες στο γάτο.
Ο γάτος φόρεσε τις μπότες μόλις φτιάχτηκαν, πήρε ένα σακί

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ. Παραμύθι.

των αδερφών Γκριμ (1808)




Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα στην καρδιά του χειμώνα και η βασίλισσα αποφάσισε να ανοίξει το παράθυρο και να κεντήσει μπροστά του, βλέποντας από κει ολόκληρο το χιονισμένο βασίλειο. Ενώ κεντά, κατά λάθος τρυπά το δάχτυλό της με την βελόνα και τρεις σταγόνες αίμα πέφτουν στο χιόνι του εβένινου παραθύρου όπου καθόταν. Τότε, κάνει μια ευχή: να είχε "ένα παιδί με δέρμα λευκό σαν το χιόνι, χείλη κόκκινα σαν το αίμα και μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο". Πράγματι, αργότερα γέννησε μια τέτοια κόρη που την ονόμασε Χιονάτη (λευκή του χιονιού)! 



Δυστυχώς, λίγο μετά τη γέννα η βασίλισσα πέθανε και ο πατέρας παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα. Η νέα του γυναίκα ήταν όμορφη μα ματαιόδοξη και υπερήφανη, αφού δεν άντεχε κάποια άλλη να ξεπεράσει την ομορφιά της.



Η καινούρια βασίλισσα που λέτε, είχε έναν μαγικό καθρέφτη! Όταν κοιταζόταν σ' αυτόν, τον ρωτούσε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι στον τοίχο πάνω τώρα, Ποια είναι η ωραιότερη σ' ολόκληρη την χώρα;"  Ο καθρέφτης απαντούσε: "Κυρία Βασίλισσα, εσύ είσαι η ωραιότερη στην χώρα." 

Όταν όμως η Χιονάτη έγινε 17 χρονών, ο καθρέφτης απάντησε στη βασίλισσα πως η Χιονάτη τώρα ήταν η ωραιότερη. 



Η βασίλισσα διέταξε έναν κυνηγό να πάρει το παιδί στο δάσος και αφού το σκοτώσει, να φέρει πίσω την καρδιά της. 

Ο κυνηγός όμως αγαπούσε την καλοσυνάτη Χιονάτη όπως και όλος ο κόσμος του βασιλείου. Έτσι την λυπήθηκε και δίστασε να την σκοτώσει. Της είπε να τρέξει μέσα στο δάσος για να ξεφύγει από την βασίλισσα και έτσι, αντί της Χιονάτης, επέστρεψε στο παλάτι με την καρδιά ενός ελαφιού.



Τρέχοντας ώρες πολλές μέσα στο δάσος, η Χιονάτη έφτασε σε ένα σπίτι. Κουρασμένη όπως ήταν μπήκε μέσα αλλά δεν ήταν κανείς εκεί! 



Και αυτό που της φάνηκε πιο περίεργο απ' όλα ήταν ότι όλα εκεί μέσα, ήταν μικροσκοπικά! Μικρές καρεκλίτσες, μικρά πιατάκια, μικρά κρεβατάκια... Πεινούσε πολύ και μόλις είδε ότι στην κατσαρόλα υπήρχε έτοιμο φαγητό πήρε ένα απ' τα μικρά πιατάκια και έφαγε! Χορτασμένη πια και αφού δεν ερχόταν κανείς στο σπίτι, το ένιωσε σα δικό της και ξάπλωσε σε ένα απ' τα κρεβατάκια για να κοιμηθεί. 

Το σπίτι αυτό όμως ήταν των επτά νάνων! Εφτά αδέρφια που δούλευαν στο δάσος. Λίγο αργότερα, οι νάνοι έφτασαν στο σπίτι τους και πρόσεξαν ξαφνιασμένοι ότι κάποιος είχε μπει πριν απ' αυτούς! Και ανακάλυψαν την Χιονάτη που κοιμόταν... 



Αποφάσισαν να μην την ξυπνήσουν μιας που σκέφτηκαν ότι ήταν ένα άκακο κουρασμένο κορίτσι. Η νύχτα πέρασε και την άλλη μέρα το κορίτσι ξύπνησε, και αφού τους είπε την ιστορία της και ζήτησε από τους νάνους να μείνει μαζί τους, αυτοί της είπαν πως αν καθαρίζει, στρώνει τα κρεβάτια, ράβει και πλέκει, τότε θα μείνει μαζί τους και θα έχει ό,τι θέλει. Η Χιονάτη δέχτηκε και έτσι έμεινε στο σπίτι των νάνων!



Μια μέρα, η βασίλισσα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τον ρώτησε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου στον τοίχο πάνω τώρα, ποια είναι η ωραιότερη σ' ολόκληρη την χώρα;" και ο καθρέφτης της απάντησε: "Κυρά Βασίλισσα, εσύ είσαι η ωραιότερη εδώ, μα πέρα από τα βουναλάκια, μαζί με τα επτά νανάκια, είν' η Χιονάτη από σένα χίλιες φορές ωραιότερη, όπως εγώ μπορώ να δω!"  

Φαντάζεστε την έκπληξη της κακιάς βασίλισσας μόλις το άκουσε αυτό! Σκέφτηκε από δω, σκέφτηκε από κει και βρήκε λύση στη μαγεία. Έτσι, η βασίλισσα μεταμφιέστηκε σε μια γυρολόγο και πήγε στο σπίτι των νάνων για να σκοτώσει η ίδια την Χιονάτη. Αφού δεν κατάφερε να παζαρέψει και να πουλήσει στο κορίτσι κάποια μαγεμένα μεταξένια κορδόνια δεσίματος του κορσέ, της τα χάρισε και τα έδεσε πολύ σφιχτά σε αυτήν και εκείνη έπεσε κάτω αναίσθητη...

Όταν οι νάνοι ήρθαν, κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί, έκοψαν τα κορδόνια και αυτή ζωντάνεψε. Μα ο καθρέφτης είπε στην βασίλισσα ότι η Χιονάτη ήταν ακόμα ζωντανή. Τότε, εκείνη ξαναπήγε στο σπιτάκι, ντυμένη ως γερόντισσα, αυτή τη φορά με μια δηλητηριώδη χτένα, την οποία έβαλε στα μαλλιά της Χιονάτης, κάνοντάς την να ξαναλιποθυμήσει. 

Αφού οι νάνοι την έσωσαν και πάλι, η βασίλισσα, πήγε και μια τρίτη φορά στο σπιτάκι. Είχε φτιάξει τώρα ένα μήλο, μισό λευκό και καθαρό, μισό κόκκινο και δηλητηριασμένο.



Προσέφερε λοιπόν την κόκκινη πλευρά του μήλου στο κορίτσι, τρώγοντας η ίδια την λευκή. Με το που δάγκωσε ένα κομμάτι απ' το μήλο η Χιονάτη, έπεσε κάτω νεκρή. Οι νάνοι αυτή τη φορά δεν μπόρεσαν να τη συνεφέρουν με τίποτα, Έτσι την έκλεισαν σε ένα γυάλινο φέρετρο και σκάλισαν με χρυσά γράμματα το όνομα και την καταγωγή της βασιλοπούλας.



Πέρασαν τρεις μέρες και ένα βασιλόπουλο που έφθασε στα βουνά, είδε την όμορφη κόρη να κείτεται στο φέρετρο. Τότε, εκείνος ζήτησε και οι νάνοι του έδωσαν το φέρετρο να το πάρει στο παλάτι του. Στη διαδρομή, ένας από τους στρατιώτες που κουβαλούσαν την κόρη σκόνταψε και το φέρετρο τραντάχτηκε, με αποτέλεσμα το κομμάτι του μήλου να ξεκολλήσει από τον λαιμό της Χιονάτης και εκείνη να ζωντανέψει! Έτσι, αφού της εξήγησαν τι είχε γίνει, το βασιλόπουλο την πήρε μαζί του και την παντρεύτηκε!


Γυρνώντας στο παλάτι το νεόνυμφο ζευγάρι χάρισε στην κακιά βασίλισσα ένα ζευγάρι δηλητιριασμένα παπούτσια! Η βασίλισσα τα φόρεσε ευχαριστημένη αλλά από κείνη τη στιγμή άρχισε να τρέχει γιατί τα παπούτσια αυτό το μαγικό είχαν! Έτρεχε σαν τρελή η κακιά βασίλισσα και όλοι όσοι την έβλεπαν στο δρόμο γελούσαν μαζί της! Έτσι απαλλάχτηκαν από την κακία της όχι μόνο μέσα στο παλάτι αλλά σ' όλη τη χώρα! Και η Χιονάτη έζησε ευτυχισμένη με το αγαπημένο της βασιλόπουλο για χρόοοοονια πολλάααα!


#magissagata, #Τα_παραμύθια_των_αδερφών_Γκριμ

Η ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ. Παραμύθι του Σαρλ Περώ.

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια μακρινή χώρα ένας καλός κι ευγενικός έμπορος, με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη.
Η γυναίκα του μια μέρα αρρώστησε και πέθανε κι ο άντρας της αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί,για να έχει η αγαπημένη του κόρη μια μητέρα.


Η νέα του γυναίκα ήταν κακιά και φαντασμένη και οι δύο της κόρες ήταν αρκετά όμορφες στην όψη, μα άσχημες στην καρδιά. Ίδιες η μητέρα τους.
Δε πέρασε πολύς καιρός και ο έμπορος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι. Έτσι άφησε την κόρη του μόνη με τη μητριά και τις δυο της κόρες.
 «Κόρη μου» της είπε «πρέπει να λείψω για λίγο καιρό. Θα σε σκέφτομαι συνέχεια, αλλά είμαι σίγουρος πως με την καινούρια σου μητέρα θα είσαι ευτυχισμένη». Η κόρη του τον αγκάλιασε και του είπε ότι θα προσπαθήσει να την αγαπήσει όσο αγαπάει κι αυτόν.

Μόλις έφυγε ο πατέρας της, η μητριά, που ζήλευε την κοπέλα, γιατί ήταν όμορφη και καλόκαρδη, την έντυσε με κουρέλια και την έβαζε να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, σαν να ήταν υπηρέτρια! Της φερόταν πολύ άσχημα και επειδή η καημένη ήταν συνέχεια κουρασμένη και βρόμικη από τις στάχτες της κουζίνας, τη φώναζανΣταχτοπούτα.





Μια μέρα ο βασιλιάς της χώρας αποφάσισε να διοργανώσει ένα μεγάλο χορό για να βρει γυναίκα ταιριαστή για το γιο του, τον πρίγκιπα.

Μόλις άκουσαν τα νέα οι αδερφές της Σταχτοπούτας, άρχισαν αμέσως να ετοιμάζονται για τον χορό. Η μητέρα τους σκεφτόταν περήφανη «Σίγουρα μια από τις δύο κόρες μου θα γίνει πριγκίπισσα!».


Η Σταχτοπούτα δούλεψε πολύ σκληρά για να ετοιμάσει τα φουστάνια τους και να τις κάνει όμορφες για το χορό. Κι όταν ρώτησε τη μητριά της αν μπορούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, εκείνη όλο κακία γέλασε και είπε:«Είσαι πολύ άσχημη και πολύ βρόμικη για να σε πάρουμε μαζί μας Σταχτοπούτα. Θα μείνεις κλειδωμένη στην κουζίνα μέχρι να γυρίσουμε..»



Η μητριά και οι κόρες της έφυγαν ντυμένες και στολισμένες για τον χορό, ενώ η Σταχτοπούτα γύρισε στην κουζίνα και έβαλε τα κλάματα. «Αχ, να μπορούσα να πάω και εγώ στον χορό του πρίγκιπα!»



Ξάφνου, εκεί που έκλαιγε, είδε ένα παράξενο φως. Μπροστά της παρουσιάστηκε μια όμορφη γυναίκα, με πανέμορφο γαλάζιο φόρεμα που άστραφτε ολόκληρη.

«Σταχτοπούτα, είμαι η νονά σου. Είμαι νεράιδα και άκουσα αμέσως την ευχή σου. Θα σε βοηθήσω εγώ να πας στον χορό, γιατί όπως και η μητέρα σου, θέλω να είσαι ευτυχισμένη».



Βγήκαν μαζί στον κήπο και η νονά της, άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι μια κολοκύθα, που αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη άμαξα! Κάτι ποντικάκια που έπαιζαν εκεί γύρω έγιναν όμορφα άλογα. Η Σταχτοπούτα δεν πίστευε στα μάτια της!
Τέλος, άγγιξε και τη Σταχτοπούτα με το ραβδί της. Έκπληκτη εκείνη, κοιτάχτηκε και είδε πως φορούσε ένα χρυσό φόρεμα και δυο κρυστάλλινα γοβάκια!

«Και τώρα είσαι έτοιμη για τον χορό!» είπε πολύ χαρούμενη η καλοκάγαθη νεράιδα. «Αλλά πρόσεξε! Πρέπει να φύγεις πριν από τα μεσάνυχτα, γιατί τότε τα μάγια θα λυθούν. Η άμαξα θα γίνει ξανά κολοκύθα και τα ρούχα σου κουρέλια!»

Η Σταχτοπούτα ευτυχισμένη που θα πήγαινε στον χορό, ανέβηκε στην άμαξα και έφυγε, αφού πρώτα ευχαρίστησε τη νονά της και της υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε πριν απο τα μεσάνυχτα..

Όταν μπήκε στο παλάτι... όλοι έμειναν άφωνοι από την ομορφιά της! Αναρωτιόταν ποιά ήταν η όμορφη νέα και απο πού είχε έρθει. Αφού ακόμα και η μητριά και οι κόρες της, δεν την αναγνώρισαν και είχαν σκάσει από τη ζήλια τους!
Έβλεπαν πώς ο πρίγκιπας είχε μαγευτεί! Όλο το βράδυ χόρευε μόνο μαζί της.
Η Σταχτοπούτα ερωτεύτηκε αμέσως τον πρίγκιπα, το ίδιο κι αυτός.



Χόρευαν ευτυχισμένοι χωρίς να έχουν μιλήσει πολύ. Όταν ο πρίγκιπας αποφάσισε να τη ρωτήσει πως τη λένε... Ντιν,Νταν! Το ρολόι του παλατιού σήμανε μεσάνυχτα! Η Σταχτοπούτα, υπάκουη στην υπόσχεση της, χωρίς να πει λέξη, άρχισε να τρέχει για να φύγει, πριν λυθούν τα μάγια και γίνει ξανά μια φτωχοντυμένη κοπέλα.



«Στάσου!» φώναζε ο πρίγκιπας. Μα δεν την πρόλαβε. Το μόνο που βρήκε ήταν το γοβάκι της, που είχε πέσει στις σκάλες.



Η Σταχτοπούτα ίσα-ίσα πρόλαβε να μπει στην κουζίνα του σπιτιού της, πριν φτάσουν οι αδερφές της και η μητριά της.



 Ήταν μες στην ζήλια όλες τους. Και όταν τις ρώτησε τι συνέβει και ποια διάλλεξε ο πρίγκιπας, εκείνες είπαν νευριασμένες ότι ο πρίγκιπας χόρευε όλο το βράδυ με μία ξένη που τον μάγεψε με την ομορφιά της.


Η καρδιά της Σταχτοπούτας χτύπησε δυνατά μόλις άκουσε αυτά τα λόγια και κοιμήθηκε ευτυχισμένη.



Την επόμενη μέρα, ο πρίγκιπας έστειλε έναν αυλικό να ψάξει σ’ όλο το βασίλειο και να του φέρει την κοπέλα, που στο πόδι της ταίριαζε το κρυστάλλινο γοβάκι.
Με τα πολλά, ο αυλικός του βασιλιά έφτασε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας.



Οι αδερφές της δοκίμαζαν με πείσμα το γοβάκι, αλλά τους ήταν πολύ μικρό. Η Σταχτοπούτα ήθελε και αυτή να το δοκιμάσει, άλλα η μητριά της δεν την άφησε.

«Τι δουλειά έχεις εσύ να ανακατεύεσαι με πρίγκιπες; Σταχτοπούτα… δε βλέπεις πως είσαι μέσα στις στάχτες και στα κουρέλια;» Της είπε με ειρωνεία θυμωμένα. «Εσένα η δουλεία σου είναι στη κουζίνα» συνέχισε με κακία.



Ο αυλικός όμως, είχε σαφείς εντολές από τον πρίγκιπα. Αγνόησε φυσικά τη κακιά μητριά και κάλεσε τη Σταχτοπούτα να δοκιμάσει και αυτή το γοβάκι. Όταν είδαν πως της έκανε, η μητριά και οι κόρες της, πρασίνισαν από το κακό τους!



Ο αυλικός, χαρούμενος για την επιτυχία του, πήγε αμέσως τη Σταχτοπούτα στο παλάτι και ο πρίγκιπας την αναγνώρισε!

Οι δύο αδερφές και η μητριά της, έσκασαν από το κακό τους και έφυγαν άρον άρον από το βασίλειο κι ούτε που ξανάκουσε ποτέ κανείς γι αυτές.

Όσο για τη Σταχτοπούτα... παντρεύτηκε τον πρίγκιπα και έμειναν στο παλάτι, μαζί με τον πατέρα της που γύρισε επιτέλους απ’ το ταξίδι του. Του είπαν όλη την ιστορία και αυτός στεναχωρήθηκε που πέρασε τόσο άσχημα η πολυαγαπημένη του κόρη. «Κόρη μου, συγχώρεσε με που δεν κατάλαβα απ’ την αρχή πόσο κακιά ήταν αυτή η γυναίκα. Σου αξίζει να είσαι πριγκίπισσα, και βλέπω ότι ο νεαρός πρίγκιπας σε αγαπάει πραγματικά».
Έμειναν όλοι μαζί στο παλάτι και οι εμπορικές ικανότητες του πατέρα της, φάνηκαν πολύ χρήσιμες στον βασιλιά! Του έδωσε τιμητική θέση στο παλάτι και το βασίλειο της Σταχτοπούτας και του πρίγκιπα της, έγινε το πιο πλούσιο βασίλειο της χώρας!

Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!
#Τα_παραμύθια_του_Σαρλ_Περώ

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΑΣΧΗΜΌΠΑΠΟ. Παραμύθι.



Η εξοχή ήταν υπέροχη το καλοκαίρι. Στο κάμπο είχε μαζευτεί το άχυρο και είχε τοποθετηθεί σε μεγάλους σωρούς. Από ψηλά έκοβε βόλτες ο πελαργός με τα κόκκινα πόδια και τιτίβιζε στα αιγυπτιακά, μια γλώσσα που είχε μάθει από την μητέρα του.
Γύρω από το κάμπο και τα χωράφια υπήρχαν απέραντα δάση και στη μέση του κάμπου υπήρχαν βαθιές λίμνες. Πραγματικά η εξοχή ήταν υπέροχη! Κάτω από τον ζεστό ήλιο ξεπρόβαλε επιβλητικός ένας πύργος ιπποτών που περιβαλλόταν από τάφρους με μεγάλο βάθος. Από τα τείχη του πύργου και μέχρι το νερό των τάφρων υπήρχαν αναρριχώμενα φυτά, τόσο ψηλά που από κάτω τους χωρούσαν να σταθούν όρθια μικρά παιδιά. Η βλάστηση ήταν τόσο έντονη σε κείνο το σημείο όση και στο πιο πυκνό δάσος. Εδώ λοιπόν είχε κάνει την φωλιά της μία πάπια και κλωσούσε τα αυγά για να βγουν τα μικρά της. Η πάπια είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της, καθώς είχε περάσει πολύς καιρός που κλωσούσε και σπάνια δεχόταν επισκέψεις.



Επιτέλους έσπαζαν τα αυγά, το ένα μετά το άλλο. «Πι, πι!» έλεγαν τα πουλάκια, όλοι οι κρόκοι είχαν ζωντανέψει και από τα αυγά προεξείχαν κεφαλάκια.
«Ραπ, ραπ, γρήγορα, γρήγορα!» φώναξε η πάπια και τα παπάκια σκουντουφλούσαν και έβαζαν όλες τους τις δυνάμεις να τρέξουν. Όλα τους φαινόταν τόσο περίεργα που κοιτούσαν γύρω-γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις.
«Πόσο μεγάλος που είναι ο κόσμος» έλεγαν τα μικρά, καθώς τώρα είχαν πολύ περισσότερο χώρο να κινηθούν από ότι μέσα στο αυγό.
«Ακόμα δεν βγήκες από το αβγό σου και νομίζεις ότι είδες ολόκληρο τον κόσμο!» είπε περιπαικτικά η μητέρα. «Ο κόσμος πάει πιο πέρα και από την άλλη πλευρά του κήπου και μέχρι το κτήμα του παπά, ωστόσο εκεί δεν έχω πάει ούτε και εγώ!» Για να προσθέσει καμαρώνοντας: «Τι όμορφα που είσαστε όλα μαζί!». Τότε σηκώθηκε και έκπληκτη αναφώνησε: «Όχι δεν τα έχω όλα τα παπιά μου! Το μεγαλύτερο αυγό είναι ακόμη στη φωλιά. Πόσο άραγε θα χρειαστεί ακόμη; Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι!» είπε και κάθισε πάλι
«Λοιπόν τι κάνεις;» ρώτησε μια γριά πάπια που ήρθε για επίσκεψη.
«Ένα από τα αυγά έχει καθυστερήσει» είπε η πάπια, η οποία συνέχισε να κλωσάει. «Ούτε που φάνηκε η παραμικρή τρυπούλα σε αυτό το αυγό. Αλλά έλα να δεις τα άλλα τα παπιά. Είναι τα ομορφότερα παπάκια τα οποία έχω δει ποτέ!»
«Για να δω το αβγό που δεν λέει να ανοίξει» είπε η γριά «Να δεις που είναι αβγό γαλοπούλας. Έτσι με κορόιδεψαν και μένα κάποια φορά και είδα και έπαθα με τα μικρά. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο φοβόταν το νερό. Στην αρχή δεν μπορούσα να τα χορτάσω όσο και να μάζευα, όσο και αν τάιζα, όσο και να μάλωνα όσο και να βοηθούσα. – Άσε να δω το αβγό! Ναι είναι αυγό γαλοπούλας! Παράτησε το και μάθε τα άλλα τα παιδιά σου να κολυμπάνε!» «Θα μείνω να κλωσίσω ακόμη λίγο!» απάντησε η πάπια. «Τόσο καιρό κάθησα στο αβγό, δεν πειράζει αν καθίσω λγάκι ακόμη!»
«Καθένας με τα γούστα του!» είπε η γριά πάπια και αποχαιρέτισε.
Επιτέλους άνοιξε και το μεγάλο αβγό και εμφανίστηκε το μικρό από μέσα. «Πι, πι!» είπε το μικρό και βγήκε από το τσόφλι. Ήταν πολύ μεγάλο και εμφανέστατα άσχημο. «Υπερβολικά μεγάλο παπάκι» σκέφτηκε η μαμά πάπια «Κανένα από τα άλλα παπιά δεν μοιάζει με αυτό. Μήπως είναι πραγματικά μία μικρή γαλοπούλα; Σύντομα θα το μάθω. Θα πρέπει να πέσει στο νερό και αν δεν θέλει ακόμη, θα το ρίξω εγώ η ίδια μέσα!»




Ο καιρός την επόμενη μέρα ήταν υπέροχος! Ο ήλιος έκαιγε πάνω στα πράσινα φυτά. Η μαμά πάπια εμφανίστηκε με όλη την οικογένεια της στα κανάλια.
«Πλατς!» πήδηξε μέσα στο νερό. «Ραπ, ραπ!» φώναξαν τα παπάκια καθώς το ένα μετά το άλλο έπεφταν και αυτά πίσω της. Αν και αρχικά έπεσαν με το κεφάλι μέσα στο νερό, αμέσως ξεπρόβαλλαν στην επιφάνεια και άρχισαν να κολυμπάνε περήφανα. Τα πόδια τους άρχισαν να κολυμπάνε από μόνα τους και όλα φαινόταν να βρίσκονται στο στοιχείο τους. Ακόμη και ο άσχημος, γκρίζος νεοσσός κολυμπούσε μαζί τους.
«Όχι δεν είναι γαλόπουλο!» είπε τότε. «Πόσο όμορφα χρησιμοποιεί τα πόδια του και πόσο ίσια κρατάει το σώμα του. Ραπ, ραπ θα σα παρουσιάσω στην αυλή με τις πάπιες. Μόνο προσέξτε να μείνετε κοντά μου μη σας πατήσει κανείς και προσέχτε την γάτα!»
Έτσι μπήκαν στην αυλή με τις πάπιες όπου επικρατούσε μεγάλη φασαρία. Δύο οικογένειες τσακωνόταν για ένα κεφάλι χελιού αλλά τελικά το πήρε η γάτα.
«Βλέπετε έτσι είναι ο κόσμος» είπε η μαμά πάπια και έκανε πως αρπάζει κάτι στον αέρα με το ράμφος, καθώς ήθελε και αυτή να πιάσει το κεφάλι του χελιού. «Να χρησιμοποιείτε τα πόδια σας, κοιτάξτε να κάνετε γρήγορα και σκύψετε μπροστά στη γριά πάπια που είναι εκεί. Είναι η πιο αξιοσέβαστη από όλες. Στις φλέβες τις ρέει ισπανικό αίμα. Όπως βλέπετε φοράει ένα κόκκινο πανί γύρω από το πόδι της. Αυτό είναι κάτι το πραγματικά όμορφο και η μεγαλύτερη αναγνώριση την οποία μπορεί να λάβει μία πάπια. Το κάθε καλοαναθρεμμένο παπάκι ανοίγει τα πόδια του μακριά το ένα από το άλλο, ακριβώς όπως ο πατέρας και η μητέρα! Βλέπετε έτσι! Σκύψτε τώρα τον σβέρκο σας και πείτε: «Ραπ!»
Αυτό ακριβώς και έκαναν τα παπάκια, οι άλλες πάπιες τις παρατηρούσαν και έλεγαν: «Για κοιτάξτε! Τώρα μας ήρθε και το συγγενολόι, σαν να μην ήμασταν ήδη αρκετοί! Πουφ, πως είναι έτσι το ένα παπί! Αυτό δεν θα το ανεχτούμε!» Και αμέσως πήγε μία πάπια και το δάγκωσε στον σβέρκο! Αυτό ακριβώς και έκαναν τα παπάκια, οι άλλες πάπιες τις παρατηρούσαν και έλεγαν: «Για κοιτάξτε! Τώρα μας ήρθε και το συγγενολόι, σαν να μην ήμασταν ήδη αρκετοί! Πουφ, πως είναι έτσι το ένα παπί! Αυτό δεν θα το ανεχτούμε!» Και αμέσως πήγε μία πάπια και το δάγκωσε στον σβέρκο!
«Άσ’ το ήσυχο!» είπε η μητέρα, «δεν πείραξε κανέναν!»
«Μα είναι τόσο μεγάλο και τόσο παράξενο,» είπε η πάπια που το είχε δαγκώσει, «και για αυτό θα πρέπει να το διώξουμε μακριά!»
«Όμορφα παιδάκια έχει η μανούλα!» είπε με στόμφο η γριά πάπια με το πανί γύρω από το πόδι της. «Όλα με εξαίρεση του ενός, το οποίο είναι κακορίζικο. Θα ευχόμουν να μπορούσε να αναστρέψει το κλώσημα!»
«Αυτό δεν γίνεται μεγαλειοτάτη!» απάντησε η μητέρα. «Δεν είναι όμορφο, αλλά έχει καλό χαρακτήρα και κολυμπάει το ίδιο καλά όπως και τα υπόλοιπα, θα τολμούσα να πω καλύτερα και από τα υπόλοιπα. Πιστεύω ότι με το καιρό και όσο θα μεγαλώνει θα φτιάξει το μέγεθος και η εμφάνιση του. Έτσι και αλλιώς παπί είναι δεν θα το ενοχλήσει ιδιαίτερα η ασχήμια του!»
«Τα άλλα παπάκια είναι γλυκύτατα!» λέει η γριά. «Κάντε σαν να βρίσκεστε στο σπίτι σας και αν βρείτε κανένα κεφάλι χελιού, τότε μπορείτε να μου το φέρετε!» Και έτσι η αυλή έγινε το σπίτι τους.
Ωστόσο το φτωχό παπί το οποίο είχε βγει τελευταίο από το αυγό και το οποίο ήταν τόσο μα τόσο άσχημο, δεν περνούσε καθόλου καλά. Το δάγκωναν, το έφτυναν και το κορόιδευαν τόσο η πάπιες όσο και η κότες. «Είναι πολύ μεγάλο» έλεγαν όλες. Ακόμη και γάλος που είχε γεννηθεί έχοντας στα πόδια του σπιρούνια και για αυτό νόμιζε ότι είναι ο καίσαρας ενώ όλοι οι υπόλοιποι τον νόμιζαν τρελό, φύσηξε και ξεφύσηξε σαν ιστιοφόρο πριν ορμήξει προς το μικρό για να του φωνάξει: «γλου, γλου, γλου». Το παπάκι δεν ήξερε που να σταθεί και που να βρεθεί. Ήταν θλιμμένο που ήταν τόσο άσχημο και είχε γίνει ο περίγελος όλης της αυλής.
Από την πρώτη μέρα η συμπεριφορά όλων προς το παπί ήταν απαίσια και γινόταν κάθε μέρα και χειρότερη. Όλοι κυνηγούσαν το καημένο το παπάκι, ακόμη και τα αδέρφια του το περιγελούσαν και του έλεγαν «μακάρι να σε έπαιρνε η γάτα αηδιαστικό πλάσμα!» και η μητέρα αναστέναζε: «μόνο να είχες φύγει μακριά!» Οι πάπιες το δάγκωναν, οι κότες το τσιμπούσαν ακόμη και το κορίτσι που έφερνε την τροφή το κλοτσούσε.
Έτσι πέταξε πάνω από τον φράκτη. Τα πουλάκια τα οποία ήταν στους θάμνους φοβήθηκαν και πέταξαν ψηλά. «Η ασχήμια μου τα τρόμαξε!» σκέφτηκε το παπάκι και έκλεισε τα μάτια του, παρόλα αυτά όμως συνέχισε να τρέχει. Έτσι έφτασε σε ένα μεγάλο έλος στο οποίο έμεναν οι αγριόπαπιες. Εδώ έμεινε την νύχτα, γιατί ήταν πολύ κουρασμένο και στεναχωρημένο.
Το πρωί πέταξαν οι αγριόπαπιες ψηλά και αντίκρισαν τον νέο τους συγκάτοικο. «Τι μέρους του λόγου είσαι εσύ;» το ρώτησαν. Το παπάκι γυρνούσε προς όλες τις πλευρές και χαιρετούσε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Είσαι αποκρουστικά άσχημο» του είπαν οι αγριόπαπιες «αλλά αυτό δεν πειράζει όσο δεν παντρεύεσαι μέλος της οικογένειάς μας!» Το καημένο παπάκι είχε άλλες έννοιες από την παντρειά. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να του επιτραπεί να ξαπλώνει στην ακτή και να πίνει από το νερό του έλους.
Μετά από δύο μέρες παραμονής στο έλος, ήρθαν δύο άγριες χήνες. Για την ακρίβεια δύο χηνόπουλα, καθώς δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που βγήκαν από αυγό τους και για αυτό ήταν ακόμη αρκετά αυθόρμητα.
«Άκου συνάδελφε, είσαι τόσο άσχημο που τυπικά είσαι όμορφο και για αυτό εμείς μπορούμε να σε ανεχτούμε. Θέλεις να έρθεις μαζί μας και να γίνεις ο οδηγός του σμήνους μας;» ρώτησαν το παπάκι.
«Μπαμ, μπαμ!» ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί και τα χηνόπουλα έπεσαν νεκρά. Το νερό του έλους κοκκίνισε από το αίμα. «Μπαμ, μπαμ» ξανακούστηκαν πυροβολισμοί, και σμήνη ολόκληρα από αγριόχηνες σηκώθηκαν από το έλος και μετά ξανακούστηκαν πυροβολισμοί. Ήταν μεγάλο κυνήγι, οι κυνηγοί καθόταν δεξιά αριστερά γύρω από το έλος. Μερικοί μάλιστα είχαν ανεβεί πάνω στα κλαδιά των δέντρων.
Ο μπλε καπνός από μπαρούτι περνούσε σαν σύννεφο μέσα από τα δέντρα και στάθηκε ψηλά πάνω από το νερό. Τα κυνηγόσκυλα στριμωχνόταν να μπουν μέσα στο έλος. Πόσο τρόμαξε στα αλήθεια το παπάκι! Γύρισε το κεφάλι για να το κρύψει μέσα στη φτερούγα του. Τότε ένας τεράστιος σκύλος στάθηκε μπροστά του. Η γλώσσα του σκύλου του κρεμόταν μέχρι κάτω και τα απαίσια μάτια του γυάλιζαν. Σχεδόν ακουμπούσε το παπί με την μουσούδα του, έδειξε τα κοφτερά του δόντια και -πλατς -αποτραβήχτηκε χωρίς να το πειράξει.
«Δόξα τον Θεό» αναστέναξε το παπί, «είμαι τόσο άσχημο που ακόμη και ο σκύλος δεν θέλει να με δαγκώσει!»
Έτσι έμεινε ξαπλωμένο ενώ τα σκάγια διέσχιζαν τον αέρα και από παντού ακουγόταν τουφεκιές. Μόνο αργά το μεσημέρι ησύχασε η κατάσταση, αλλά το καημένο το παπάκι δεν τολμούσε να σηκωθεί. Κάθισε και περίμενε για αρκετές ώρες ακόμη πριν κοιτάξει τριγύρω και μετά άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις να βγει από το έλος.
Κατά το απόγευμα έφτασε σε μια φτωχική αγροικία. Ήταν τόσο άθλια η κατάσταση της, που και η ίδια δεν ήξερε από ποια πλευρά να πέσει και έτσι έμενε όρθια. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε βροχή και ο αέρας φυσούσε έντονα. Έτσι το παπάκι έπρεπε να καθίσει για να μην το παρασύρει ο αέρας, και η κακοκαιρία ολοένα και χειροτέρευε. Τότε παρατήρησε ότι η πόρτα είχε ανασηκωθεί και κρεμόταν στραβά από τον ένα μεντεσέ. Έτσι κάτω από την πόρτα έμενε μια χαραμάδα αρκετά μεγάλη ώστε να μπορέσει το παπί να μπει στην αγροικία και αυτό ακριβώς έκανε.
Εδώ έμενε μια γριά με τον γάτο της και την κότα της. Ο γάτος, τον οποίο η γριά έλεγε γιόκα, μπορούσε να σχηματίσει με την πλάτη του γέφυρα και να πλέκει. Ακόμη αν του χάιδευαν το τρίχωμα πετούσε σπίθες. Η κότα είχε πολύ κοντά πόδια και για αυτό την λέγανε κοντοποδαρού.
Το πρωί παρατήρησαν αμέσως το ξένο παπί οπότε ο γάτος άρχισε να πλέκει και η κότα να κακαρίζει.
«Τι είναι αυτό πάλι;» αναρωτήθηκε η γριά και καθώς δεν έβλεπε καλά, νόμιζε ότι το παπάκι ήταν μια παχιά πάπια. «Αυτό είναι καταπληκτική μπάζα» είπε «καθώς τώρα θα μπορώ να έχω αυγά πάπιας. Αρκεί να μην είναι αρσενικιά! Αυτό θα το δούμε σύντομα.»
Έτσι αποφάσισε να κρατήσει το παπάκι δοκιμαστικά για τρεις εβδομάδες. Διάστημα στο οποίο δεν έκανε ούτε ένα αβγό.
Καθώς ο γάτος ήταν ο κύριος του σπιτιού και η κότα η κυρία, η κότα ρώτησε: «Μπορείς να κάνεις αυγά;» «Όχι» απάντησε το παπί. «Τότε δεν έχεις λόγο σε αυτό το σπίτι» ανταπάντησε η κότα.
Ο γάτος ρώτησε: «Μπορείς να κάνεις γέφυρα με την πλάτη σου; Μπορείς να πλέκεις; Μπορείς να πετάς σπίθες;» «Όχι» απάντησε το παπί, «Τότε δεν μπορείς να έχεις άποψη όταν μιλάνε μεταξύ τους νοήμονα άτομα!» συμπέρανε ο γάτος.



Το παπάκι στεναχωριόταν και καθόταν στη γωνιά του. Τότε αυθόρμητα σκέφτηκε τον καθαρό αέρα και την λιακάδα. Νοστάλγησε να κολυμπήσει στο νερό και έτσι αποκάλυψε την επιθυμία του στο κοτόπουλο. «Τι είναι αυτά που λες;» απάντησε αυτό, «τι περίεργες σκέψεις είναι αυτές; Άρχισε να κάνεις αυγά ή να πλέκεις να δεις για πότε θα σου περάσουν!»
«Μα είναι υπέροχα να κολυμπάς στο νερό!» διαμαρτυρήθηκε το παπάκι, «υπέροχα να δροσίζεις το κεφάλι σου στα κύματα ή να βουτάς μέχρι τον βυθό!»
«Ναι θα πρέπει να είναι καταπληκτική διασκέδαση!» είπε το κοτόπουλο ειρωνικά, «έχεις χαζέψει! Ρώτα τον γάτο που είναι ο εξυπνότερος από όσους γνωρίζω, αν του είναι τόσο ευχάριστο να κολυμπάει στο νερό ή να κάνει βουτιές!»
«Δεν με καταλαβαίνετε!» είπε το παπάκι.
«Αν δεν σε καταλαβαίνουμε εμείς, τότε ποιος μπορεί να σε καταλάβει! Δεν θα πιστεύεις βέβαια ότι είσαι εξυπνότερο από τον γάτο και από μένα. Κοίταξε να μάθεις να κάνεις αβγά, να πλέκεις και να πετάς σπίθες!»
«Νομίζω ότι θα βγω να περιπλανηθώ στον κόσμο!» Απάντησε το παπάκι.
«Αυτό να κάνεις!» ανταπάντησε η κότα.
Έτσι το παπάκι έφυγε και πήγε να κολυμπήσει στο νερό. Έκανε βουτιές αλλά λόγω της ασχήμιας του όλα τα υπόλοιπα ζώα το παρέβλεπαν.
Όταν έφθασε το φθινόπωρο τα φύλλα στο δάσος έγιναν κίτρινα και καφέ, η καταιγίδες τα έπαιρναν και τα στριφογυρνούσαν στον αέρα και το κρύο άρχισε να γίνεται αισθητό. Τα σύννεφα κρεμόταν βαριά, φορτωμένα με χιόνι και χαλάζι και πάνω στον φράχτη στεκόταν ένα κοράκι που έκρωζε από το κρύο «κρα, κρα!». Κανείς κρύωνε και μόνο με την ιδέα. Η κατάσταση για το παπάκι δεν ήταν καθόλου καλή.



Ένα απόγευμα ενώ το ηλιοβασίλεμα φώτιζε με υπέροχα χρώματα τον ουρανό, ένα σμήνος από λαμπερά μεγάλα πουλιά ξεπρόβαλε πίσω από τους θάμνους. Το παπάκι δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφα πουλιά. Ήταν ολόλευκα με μεγάλους λυγερούς λαιμούς. Ήταν κύκνοι. Έβγαζαν μία παράξενη κραυγή, άπλωναν τις φανταχτερές φτερούγες τους και πετούσαν από τις κρύες περιοχές στις θερμότερες πάνω από ανοιχτές θάλασσες. Πετούσαν τόσο ψηλά που το ασχημόπαπο αισθανόταν πολύ παράξενα και μόνο που τα έβλεπε.



Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα φανταχτερά, όμορφα πουλιά. Μόλις χάθηκαν στον ορίζοντα βούτηξε μέχρι τον βυθό και όταν ξεπρόβαλε πάλι στην επιφάνεια αισθάνθηκε περίεργα. Δεν ήξερε πως λεγόταν αυτά τα πουλιά, ούτε για το που πήγαιναν αλλά τα αγάπησε όσο δεν είχε αγαπήσει ποτέ κανέναν. Αμέσως αισθάνθηκε ζήλια. Πως αλήθεια τόλμησε να ευχηθεί να αποκτήσει τέτοια ομορφιά; Θα ήταν ήδη ευτυχισμένο αν το ανεχόταν στην παρέα τους οι πάπιες. Καημένο άσχημο ζώο.
Όσο περνούσε ο καιρός ο χειμώνας αγρίευε! Το παπάκι έπρεπε να κολυμπάει ακατάπαυστα ώστε να εμποδίσει το πάγωμα του νερού. Κάθε νύχτα όμως η τρύπα μέσα στην οποία κολυμπούσε μίκραινε όλο και περισσότερο. Το κρύο ήταν πια τσουχτερό και το παπάκι έπρεπε να χρησιμοποιεί συνεχώς τα πόδια του ώστε να εμποδίσει το πάγωμα του νερού. Τελικά κουράστηκε και έμεινε ακίνητο. Τότε όλο το νερό πάγωσε και το παπάκι έμεινε εγκλωβισμένο μέσα στον πάγο.
Την επόμενη μέρα το πρωί ένας περαστικός αγρότης παρατήρησε το φτωχό ζώο. Πήγε έσπασε τον πάγο με το ξύλινο παπούτσι του, έσωσε το ζώο και το πήγε στη γυναίκα του. Τότε το παπάκι ξαναζωντάνεψε.
Τα παιδιά θέλανε να παίξουν μαζί του. Αλλά το παπάκι νόμιζε ότι θα το πονέσουν και από τον φόβο του πήγε κατευθείαν πάνω στην κούπα με το γάλα έτσι που το γάλα πιτσίλισε σε όλο το σπιτικό. Μετά πέταξε και πήγε πάνω στο ράφι με το βούτυρο και από κει στο βαρέλι με το αλεύρι και μετά πάλι στο αέρα. Η γυναίκα φώναζε και το κυνηγούσε με την τσιμπίδα του τζακιού, και τα παιδιά έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο κυνηγώντας το παπάκι ενώ γελούσαν και φώναζαν. Ευτυχώς που ήταν ανοιχτή η πόρτα και έτσι το παπάκι πετάχτηκε έξω και μπόρεσε να σωθεί στο απάτητο χιόνι ανάμεσα στους θάμνους. Εκεί λοιπόν έμεινε ξαπλωμένο και εξουθενωμένο.
Το παπάκι έμεινε μόνο του και θα ήταν θλιβερό να εξιστορήσουμε πως πέρασε μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Ώσπου μια μέρα ενώ στεκόταν μέσα στις καλαμιές του έλους, άρχισε πάλι να εμφανίζεται η ζεστασιά του ήλιου. Οι κορυδαλλοί τραγουδούσαν και η άνοιξη είχε πια καταφθάσει.
Τότε άνοιξε τα φτερά του και άρχισε να τα χτυπάει τόσο δυνατά όσο ποτέ και το σώμα του εκτοξευόταν με κάθε χτύπημα όλο και πιο μακριά Πριν καν καταλάβει το πως είχε βρεθεί σε έναν μεγάλο κήπο. Εκεί βρισκόταν ανθισμένες μηλιές και μοσχοβολούσαν πασχαλιές που έγερναν τα μακριά πράσινα κλαδιά τους στα κανάλια που έτρεχαν ανάμεσα τους. Ω, πόσο υπέροχα ανοιξιάτικος ήταν ο καιρός. Από ένα ξέφωτο ήρθαν κολυμπώντας τρεις πανέμορφοι, λευκοί κύκνοι. Με λαμπερά φτερά γλυστρούσαν ανάλαφρα πάνω στο νερό. Το παπάκι αναγνώρισε τα όμορφα πουλιά και αισθάνθηκε μια παράξενη αδιαθεσία.
«Θα πετάξω στο μέρος αυτών των βασιλικών πουλιών και θα με δαγκώσουν μέχρι να πεθάνω. Δεν θα μου συγχωρέσουν που ενώ είμαι είμαι τόσο άσχημο θα τολμήσω να τα πλησιάσω. Αλλά καλύτερα να σκοτώσουν αυτά παρά να με δαγκώνουν οι πάπιες, να με τσιμπάνε οι κότες, να με κλοτσάει το κορίτσι που ταΐζει και να περνάω τα πάνδεινα όλο τον χειμώνα!» Αμέσως πέταξε πάνω στο νερό και μετά πήγε κολυμπώντας προς τα λαμπερά πουλιά, τα οποία όρμηξαν με αναστηλωμένα τα φτερά κατά πάνω του.
«Σκοτώστε με, εμπρός σκοτώστε με» είπε το καημένο το ζώο και έγειρε το κεφάλι του στο νερό αναμένοντας τον θάνατο, όμως τι ήταν αυτό που αντίκρισε να καθρεφτίζεται στο νερό; Είδε την εικόνα του να σχηματίζεται στο νερό, αλλά δεν ήταν πια ένα πλαδαρό, γκρίζο πουλί, άσχημο και αποκρουστικό. Όχι ήταν το ίδιο ένας κάτασπρος κύκνος με υπέροχα φτερά.
Ακόμη και αν έχεις γεννηθεί σε μια αυλή γεμάτη με πάπιες, αν προέρχεσαι από αυγό κύκνου, τότε κύκνος θα γίνεις! Χάρη στις κακουχίες που είχε τραβήξει και την απόρριψη που είχε νιώσει, το νεαρό ζώο ήξερε να εκτιμήσει την τύχη του να είναι τόσο όμορφο και η ομορφιά του να είναι ευπρόσδεκτη από όλους. Οι μεγάλοι κύκνοι φτάσανε στο νεαρό πουλί και το χάιδευαν με το ράμφος τους.
Τότε ήρθαν μερικά παιδιά στον κήπο. Πετούσαν ψωμί και σπόρους στο νερό, και το μικρότερο φώναζε: «κοιτάξτε εκεί είναι ένας καινούριος!» Και τα υπόλοιπα παιδάκια συμφώνησαν πανηγυρίζοντας: «ένας νέος, ένας νέος κύκνος εμφανίστηκε»
Χειροκροτούσαν και χόρευαν μετά έφεραν την μητέρα και τον πατέρα τους. Έριχναν ψωμί και γλυκά στο νερό και όλοι έλεγαν: «Ο νέος είναι ο ομορφότερος, τόσο νέος και τόσο αρχοντικός!» Όλοι οι υπόλοιποι κύκνοι υποκλινόταν μπροστά του.



Τότε ο νεαρός κύκνος αισθάνθηκε ντροπή και έκρυψε το κεφάλι του μέσα στις φτερούγες του, αισθανόμενος τόσο περίεργα που και ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει. Αισθάνθηκε μεγάλη ευτυχία αλλά καθόλου υπερηφάνεια, καθώς μία καλή καρδιά δεν αισθάνεται ποτέ υπερηφάνεια. Θυμόταν όταν όλοι τον κορόιδευαν και τώρα άκουγε όλους να λένε ότι είναι το ωραιότερο από όλα τα ωραία πουλιά. Οι πασχαλιές έσκυβαν προς το μέρος του στο νερό, ο ήλιος έλαμπε ζεστός και δροσιστικός. Τίναξε τα φτερά του, ο λεπτός λαιμός σηκώθηκε και από καρδιάς πανηγύριζε: «Τόση τύχη δεν τολμούσα ούτε να την ονειρευτώ όταν ήμουν ακόμη το ασχημόπαπο!»

#τα παραμυθια_του_αντερσεν
#magissagata