Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ. Παραμύθι.

των αδερφών Γκριμ (1808)




Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα στην καρδιά του χειμώνα και η βασίλισσα αποφάσισε να ανοίξει το παράθυρο και να κεντήσει μπροστά του, βλέποντας από κει ολόκληρο το χιονισμένο βασίλειο. Ενώ κεντά, κατά λάθος τρυπά το δάχτυλό της με την βελόνα και τρεις σταγόνες αίμα πέφτουν στο χιόνι του εβένινου παραθύρου όπου καθόταν. Τότε, κάνει μια ευχή: να είχε "ένα παιδί με δέρμα λευκό σαν το χιόνι, χείλη κόκκινα σαν το αίμα και μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο". Πράγματι, αργότερα γέννησε μια τέτοια κόρη που την ονόμασε Χιονάτη (λευκή του χιονιού)! 



Δυστυχώς, λίγο μετά τη γέννα η βασίλισσα πέθανε και ο πατέρας παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα. Η νέα του γυναίκα ήταν όμορφη μα ματαιόδοξη και υπερήφανη, αφού δεν άντεχε κάποια άλλη να ξεπεράσει την ομορφιά της.



Η καινούρια βασίλισσα που λέτε, είχε έναν μαγικό καθρέφτη! Όταν κοιταζόταν σ' αυτόν, τον ρωτούσε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι στον τοίχο πάνω τώρα, Ποια είναι η ωραιότερη σ' ολόκληρη την χώρα;"  Ο καθρέφτης απαντούσε: "Κυρία Βασίλισσα, εσύ είσαι η ωραιότερη στην χώρα." 

Όταν όμως η Χιονάτη έγινε 17 χρονών, ο καθρέφτης απάντησε στη βασίλισσα πως η Χιονάτη τώρα ήταν η ωραιότερη. 



Η βασίλισσα διέταξε έναν κυνηγό να πάρει το παιδί στο δάσος και αφού το σκοτώσει, να φέρει πίσω την καρδιά της. 

Ο κυνηγός όμως αγαπούσε την καλοσυνάτη Χιονάτη όπως και όλος ο κόσμος του βασιλείου. Έτσι την λυπήθηκε και δίστασε να την σκοτώσει. Της είπε να τρέξει μέσα στο δάσος για να ξεφύγει από την βασίλισσα και έτσι, αντί της Χιονάτης, επέστρεψε στο παλάτι με την καρδιά ενός ελαφιού.



Τρέχοντας ώρες πολλές μέσα στο δάσος, η Χιονάτη έφτασε σε ένα σπίτι. Κουρασμένη όπως ήταν μπήκε μέσα αλλά δεν ήταν κανείς εκεί! 



Και αυτό που της φάνηκε πιο περίεργο απ' όλα ήταν ότι όλα εκεί μέσα, ήταν μικροσκοπικά! Μικρές καρεκλίτσες, μικρά πιατάκια, μικρά κρεβατάκια... Πεινούσε πολύ και μόλις είδε ότι στην κατσαρόλα υπήρχε έτοιμο φαγητό πήρε ένα απ' τα μικρά πιατάκια και έφαγε! Χορτασμένη πια και αφού δεν ερχόταν κανείς στο σπίτι, το ένιωσε σα δικό της και ξάπλωσε σε ένα απ' τα κρεβατάκια για να κοιμηθεί. 

Το σπίτι αυτό όμως ήταν των επτά νάνων! Εφτά αδέρφια που δούλευαν στο δάσος. Λίγο αργότερα, οι νάνοι έφτασαν στο σπίτι τους και πρόσεξαν ξαφνιασμένοι ότι κάποιος είχε μπει πριν απ' αυτούς! Και ανακάλυψαν την Χιονάτη που κοιμόταν... 



Αποφάσισαν να μην την ξυπνήσουν μιας που σκέφτηκαν ότι ήταν ένα άκακο κουρασμένο κορίτσι. Η νύχτα πέρασε και την άλλη μέρα το κορίτσι ξύπνησε, και αφού τους είπε την ιστορία της και ζήτησε από τους νάνους να μείνει μαζί τους, αυτοί της είπαν πως αν καθαρίζει, στρώνει τα κρεβάτια, ράβει και πλέκει, τότε θα μείνει μαζί τους και θα έχει ό,τι θέλει. Η Χιονάτη δέχτηκε και έτσι έμεινε στο σπίτι των νάνων!



Μια μέρα, η βασίλισσα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τον ρώτησε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου στον τοίχο πάνω τώρα, ποια είναι η ωραιότερη σ' ολόκληρη την χώρα;" και ο καθρέφτης της απάντησε: "Κυρά Βασίλισσα, εσύ είσαι η ωραιότερη εδώ, μα πέρα από τα βουναλάκια, μαζί με τα επτά νανάκια, είν' η Χιονάτη από σένα χίλιες φορές ωραιότερη, όπως εγώ μπορώ να δω!"  

Φαντάζεστε την έκπληξη της κακιάς βασίλισσας μόλις το άκουσε αυτό! Σκέφτηκε από δω, σκέφτηκε από κει και βρήκε λύση στη μαγεία. Έτσι, η βασίλισσα μεταμφιέστηκε σε μια γυρολόγο και πήγε στο σπίτι των νάνων για να σκοτώσει η ίδια την Χιονάτη. Αφού δεν κατάφερε να παζαρέψει και να πουλήσει στο κορίτσι κάποια μαγεμένα μεταξένια κορδόνια δεσίματος του κορσέ, της τα χάρισε και τα έδεσε πολύ σφιχτά σε αυτήν και εκείνη έπεσε κάτω αναίσθητη...

Όταν οι νάνοι ήρθαν, κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί, έκοψαν τα κορδόνια και αυτή ζωντάνεψε. Μα ο καθρέφτης είπε στην βασίλισσα ότι η Χιονάτη ήταν ακόμα ζωντανή. Τότε, εκείνη ξαναπήγε στο σπιτάκι, ντυμένη ως γερόντισσα, αυτή τη φορά με μια δηλητηριώδη χτένα, την οποία έβαλε στα μαλλιά της Χιονάτης, κάνοντάς την να ξαναλιποθυμήσει. 

Αφού οι νάνοι την έσωσαν και πάλι, η βασίλισσα, πήγε και μια τρίτη φορά στο σπιτάκι. Είχε φτιάξει τώρα ένα μήλο, μισό λευκό και καθαρό, μισό κόκκινο και δηλητηριασμένο.



Προσέφερε λοιπόν την κόκκινη πλευρά του μήλου στο κορίτσι, τρώγοντας η ίδια την λευκή. Με το που δάγκωσε ένα κομμάτι απ' το μήλο η Χιονάτη, έπεσε κάτω νεκρή. Οι νάνοι αυτή τη φορά δεν μπόρεσαν να τη συνεφέρουν με τίποτα, Έτσι την έκλεισαν σε ένα γυάλινο φέρετρο και σκάλισαν με χρυσά γράμματα το όνομα και την καταγωγή της βασιλοπούλας.



Πέρασαν τρεις μέρες και ένα βασιλόπουλο που έφθασε στα βουνά, είδε την όμορφη κόρη να κείτεται στο φέρετρο. Τότε, εκείνος ζήτησε και οι νάνοι του έδωσαν το φέρετρο να το πάρει στο παλάτι του. Στη διαδρομή, ένας από τους στρατιώτες που κουβαλούσαν την κόρη σκόνταψε και το φέρετρο τραντάχτηκε, με αποτέλεσμα το κομμάτι του μήλου να ξεκολλήσει από τον λαιμό της Χιονάτης και εκείνη να ζωντανέψει! Έτσι, αφού της εξήγησαν τι είχε γίνει, το βασιλόπουλο την πήρε μαζί του και την παντρεύτηκε!


Γυρνώντας στο παλάτι το νεόνυμφο ζευγάρι χάρισε στην κακιά βασίλισσα ένα ζευγάρι δηλητιριασμένα παπούτσια! Η βασίλισσα τα φόρεσε ευχαριστημένη αλλά από κείνη τη στιγμή άρχισε να τρέχει γιατί τα παπούτσια αυτό το μαγικό είχαν! Έτρεχε σαν τρελή η κακιά βασίλισσα και όλοι όσοι την έβλεπαν στο δρόμο γελούσαν μαζί της! Έτσι απαλλάχτηκαν από την κακία της όχι μόνο μέσα στο παλάτι αλλά σ' όλη τη χώρα! Και η Χιονάτη έζησε ευτυχισμένη με το αγαπημένο της βασιλόπουλο για χρόοοοονια πολλάααα!


#magissagata, #Τα_παραμύθια_των_αδερφών_Γκριμ

Η ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ. Παραμύθι του Σαρλ Περώ.

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια μακρινή χώρα ένας καλός κι ευγενικός έμπορος, με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη.
Η γυναίκα του μια μέρα αρρώστησε και πέθανε κι ο άντρας της αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί,για να έχει η αγαπημένη του κόρη μια μητέρα.


Η νέα του γυναίκα ήταν κακιά και φαντασμένη και οι δύο της κόρες ήταν αρκετά όμορφες στην όψη, μα άσχημες στην καρδιά. Ίδιες η μητέρα τους.
Δε πέρασε πολύς καιρός και ο έμπορος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι. Έτσι άφησε την κόρη του μόνη με τη μητριά και τις δυο της κόρες.
 «Κόρη μου» της είπε «πρέπει να λείψω για λίγο καιρό. Θα σε σκέφτομαι συνέχεια, αλλά είμαι σίγουρος πως με την καινούρια σου μητέρα θα είσαι ευτυχισμένη». Η κόρη του τον αγκάλιασε και του είπε ότι θα προσπαθήσει να την αγαπήσει όσο αγαπάει κι αυτόν.

Μόλις έφυγε ο πατέρας της, η μητριά, που ζήλευε την κοπέλα, γιατί ήταν όμορφη και καλόκαρδη, την έντυσε με κουρέλια και την έβαζε να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, σαν να ήταν υπηρέτρια! Της φερόταν πολύ άσχημα και επειδή η καημένη ήταν συνέχεια κουρασμένη και βρόμικη από τις στάχτες της κουζίνας, τη φώναζανΣταχτοπούτα.





Μια μέρα ο βασιλιάς της χώρας αποφάσισε να διοργανώσει ένα μεγάλο χορό για να βρει γυναίκα ταιριαστή για το γιο του, τον πρίγκιπα.

Μόλις άκουσαν τα νέα οι αδερφές της Σταχτοπούτας, άρχισαν αμέσως να ετοιμάζονται για τον χορό. Η μητέρα τους σκεφτόταν περήφανη «Σίγουρα μια από τις δύο κόρες μου θα γίνει πριγκίπισσα!».


Η Σταχτοπούτα δούλεψε πολύ σκληρά για να ετοιμάσει τα φουστάνια τους και να τις κάνει όμορφες για το χορό. Κι όταν ρώτησε τη μητριά της αν μπορούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, εκείνη όλο κακία γέλασε και είπε:«Είσαι πολύ άσχημη και πολύ βρόμικη για να σε πάρουμε μαζί μας Σταχτοπούτα. Θα μείνεις κλειδωμένη στην κουζίνα μέχρι να γυρίσουμε..»



Η μητριά και οι κόρες της έφυγαν ντυμένες και στολισμένες για τον χορό, ενώ η Σταχτοπούτα γύρισε στην κουζίνα και έβαλε τα κλάματα. «Αχ, να μπορούσα να πάω και εγώ στον χορό του πρίγκιπα!»



Ξάφνου, εκεί που έκλαιγε, είδε ένα παράξενο φως. Μπροστά της παρουσιάστηκε μια όμορφη γυναίκα, με πανέμορφο γαλάζιο φόρεμα που άστραφτε ολόκληρη.

«Σταχτοπούτα, είμαι η νονά σου. Είμαι νεράιδα και άκουσα αμέσως την ευχή σου. Θα σε βοηθήσω εγώ να πας στον χορό, γιατί όπως και η μητέρα σου, θέλω να είσαι ευτυχισμένη».



Βγήκαν μαζί στον κήπο και η νονά της, άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι μια κολοκύθα, που αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη άμαξα! Κάτι ποντικάκια που έπαιζαν εκεί γύρω έγιναν όμορφα άλογα. Η Σταχτοπούτα δεν πίστευε στα μάτια της!
Τέλος, άγγιξε και τη Σταχτοπούτα με το ραβδί της. Έκπληκτη εκείνη, κοιτάχτηκε και είδε πως φορούσε ένα χρυσό φόρεμα και δυο κρυστάλλινα γοβάκια!

«Και τώρα είσαι έτοιμη για τον χορό!» είπε πολύ χαρούμενη η καλοκάγαθη νεράιδα. «Αλλά πρόσεξε! Πρέπει να φύγεις πριν από τα μεσάνυχτα, γιατί τότε τα μάγια θα λυθούν. Η άμαξα θα γίνει ξανά κολοκύθα και τα ρούχα σου κουρέλια!»

Η Σταχτοπούτα ευτυχισμένη που θα πήγαινε στον χορό, ανέβηκε στην άμαξα και έφυγε, αφού πρώτα ευχαρίστησε τη νονά της και της υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε πριν απο τα μεσάνυχτα..

Όταν μπήκε στο παλάτι... όλοι έμειναν άφωνοι από την ομορφιά της! Αναρωτιόταν ποιά ήταν η όμορφη νέα και απο πού είχε έρθει. Αφού ακόμα και η μητριά και οι κόρες της, δεν την αναγνώρισαν και είχαν σκάσει από τη ζήλια τους!
Έβλεπαν πώς ο πρίγκιπας είχε μαγευτεί! Όλο το βράδυ χόρευε μόνο μαζί της.
Η Σταχτοπούτα ερωτεύτηκε αμέσως τον πρίγκιπα, το ίδιο κι αυτός.



Χόρευαν ευτυχισμένοι χωρίς να έχουν μιλήσει πολύ. Όταν ο πρίγκιπας αποφάσισε να τη ρωτήσει πως τη λένε... Ντιν,Νταν! Το ρολόι του παλατιού σήμανε μεσάνυχτα! Η Σταχτοπούτα, υπάκουη στην υπόσχεση της, χωρίς να πει λέξη, άρχισε να τρέχει για να φύγει, πριν λυθούν τα μάγια και γίνει ξανά μια φτωχοντυμένη κοπέλα.



«Στάσου!» φώναζε ο πρίγκιπας. Μα δεν την πρόλαβε. Το μόνο που βρήκε ήταν το γοβάκι της, που είχε πέσει στις σκάλες.



Η Σταχτοπούτα ίσα-ίσα πρόλαβε να μπει στην κουζίνα του σπιτιού της, πριν φτάσουν οι αδερφές της και η μητριά της.



 Ήταν μες στην ζήλια όλες τους. Και όταν τις ρώτησε τι συνέβει και ποια διάλλεξε ο πρίγκιπας, εκείνες είπαν νευριασμένες ότι ο πρίγκιπας χόρευε όλο το βράδυ με μία ξένη που τον μάγεψε με την ομορφιά της.


Η καρδιά της Σταχτοπούτας χτύπησε δυνατά μόλις άκουσε αυτά τα λόγια και κοιμήθηκε ευτυχισμένη.



Την επόμενη μέρα, ο πρίγκιπας έστειλε έναν αυλικό να ψάξει σ’ όλο το βασίλειο και να του φέρει την κοπέλα, που στο πόδι της ταίριαζε το κρυστάλλινο γοβάκι.
Με τα πολλά, ο αυλικός του βασιλιά έφτασε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας.



Οι αδερφές της δοκίμαζαν με πείσμα το γοβάκι, αλλά τους ήταν πολύ μικρό. Η Σταχτοπούτα ήθελε και αυτή να το δοκιμάσει, άλλα η μητριά της δεν την άφησε.

«Τι δουλειά έχεις εσύ να ανακατεύεσαι με πρίγκιπες; Σταχτοπούτα… δε βλέπεις πως είσαι μέσα στις στάχτες και στα κουρέλια;» Της είπε με ειρωνεία θυμωμένα. «Εσένα η δουλεία σου είναι στη κουζίνα» συνέχισε με κακία.



Ο αυλικός όμως, είχε σαφείς εντολές από τον πρίγκιπα. Αγνόησε φυσικά τη κακιά μητριά και κάλεσε τη Σταχτοπούτα να δοκιμάσει και αυτή το γοβάκι. Όταν είδαν πως της έκανε, η μητριά και οι κόρες της, πρασίνισαν από το κακό τους!



Ο αυλικός, χαρούμενος για την επιτυχία του, πήγε αμέσως τη Σταχτοπούτα στο παλάτι και ο πρίγκιπας την αναγνώρισε!

Οι δύο αδερφές και η μητριά της, έσκασαν από το κακό τους και έφυγαν άρον άρον από το βασίλειο κι ούτε που ξανάκουσε ποτέ κανείς γι αυτές.

Όσο για τη Σταχτοπούτα... παντρεύτηκε τον πρίγκιπα και έμειναν στο παλάτι, μαζί με τον πατέρα της που γύρισε επιτέλους απ’ το ταξίδι του. Του είπαν όλη την ιστορία και αυτός στεναχωρήθηκε που πέρασε τόσο άσχημα η πολυαγαπημένη του κόρη. «Κόρη μου, συγχώρεσε με που δεν κατάλαβα απ’ την αρχή πόσο κακιά ήταν αυτή η γυναίκα. Σου αξίζει να είσαι πριγκίπισσα, και βλέπω ότι ο νεαρός πρίγκιπας σε αγαπάει πραγματικά».
Έμειναν όλοι μαζί στο παλάτι και οι εμπορικές ικανότητες του πατέρα της, φάνηκαν πολύ χρήσιμες στον βασιλιά! Του έδωσε τιμητική θέση στο παλάτι και το βασίλειο της Σταχτοπούτας και του πρίγκιπα της, έγινε το πιο πλούσιο βασίλειο της χώρας!

Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!
#Τα_παραμύθια_του_Σαρλ_Περώ